- πολυδιάστατος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει πολλές διαστάσεις2. μτφ. αυτός που διεξάγεται προς πολλές κατευθύνσεις («πολυδιάστατη πολιτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -διάστατος (< διΐστημι), πρβλ. τρισ-διάστατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek